υπνογόνος

υπνογόνος
ος, ο[ν] снотворный, усыпляющий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υπνογόνος" в других словарях:

  • υπνογόνος — α, ο, Ν αυτός που προκαλεί ύπνο, υπνωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + γόνος (< γόνος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • υπνογονία — η, Ν [υπνογόνος] η υπνογένεια …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»